ἐπάμερος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. and Aeol. for ἐφήμερος (ephemeral, living but a day, short-lived), Pi.P.8.95, Theoc. 30.31: neut. ἐπάμερον, as adverb, = αὐθήμερον, IG4.800 (Troezen).
German (Pape)
[Seite 898] dor. = ἐφήμερος, Pind.
English (Slater)
Greek Monolingual
ἐπάμερος, -ον και ἐπαμέριος, -ον (Α)
δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος
πρόσκαιρος («ἐπάμεροι
τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. του ημέρα].
Russian (Dvoretsky)
ἐπάμερος: (ᾱ) дор. Pind. = ἐφήμερος.