ἐφιελίς

Revision as of 22:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ.    A = κάλυξ, part of a priest's crown, J.AJ3.7.6 (fort. φιελίς).

Greek Monolingual

ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)
μέρος της μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς].