ἐχμάζω

Revision as of 22:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A hold fast, hinder, Eust.904.4, Sch.E.Or.265, Hsch.; cf. ὀχμάζω.

German (Pape)

[Seite 1126] halten, zusammen-, zurückhalten, Hesych. u. Schol. Eur. Or. 254.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχμάζω: κρατῶ στερεῶς, κατέχω, κωλύω, ἐμποδίζω, Εὐστ. 904, 4, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 265, Ἡσύχ.· πρβλ. ὀχμάζω.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἐχμάζω) έχμα
νεοελλ.
ναυτ. συγκρατώ κάτι με έχμα, μποτσάρω
μσν.-αρχ.
κρατώ κάτι στερεά, συγκρατώ, εμποδίζω, δεσμεύω, στηρίζω.