ἑτοιμόπτωτος

Revision as of 22:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A inclined to fall, gloss on ἀκροσφαλής, AB367.

German (Pape)

[Seite 1052] zum Fallen geneigt, B. A. 367.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμόπτωτος: -ον, ἕτοιμος νὰ πέσῃ, «ἀκροσφαλής: ἀντὶ τοῦ ἑτοιμόπτωτος» Α. Β. 367, 16.

Greek Monolingual

ἑτοιμόπτωτος, -ον (Α)
ο έτοιμος να πέσει, ο υποκείμενος ή επιρρεπής σε πτώση ή σε ολίσθηση, ο επισφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + πτωτός (< πίπτω)].