ἔξορκος

Revision as of 22:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A bound by oath, Pi.O.13.99.

German (Pape)

[Seite 887] beschwörend, βοὰ κάρυκος, Pind. Ol. 13, 95.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξορκος: -ον, ὁ μεθ᾿ ὅρκου, ἒξορκος ἐπέσσεται... βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ Πίνδ. Ο. 13. 140.

English (Slater)

ἔξορκος
   1 under oath met. ἀλαθής τέ μοι ἔξορκος ἐπέσσεται ἁδύγλωσσος βοὰ κάρυκος ἐσλοῦ (i. e. sealed by oath : contra Wil., 370̆{2}) (O. 13.99)

Greek Monolingual

ἔξορκος, -ον (Α)
αυτός που ορκίζει («ἔξορκος βοὰ κήρυκος ἐσθλοῡ» — φωνή του κήρυκα που καλεί τους αθλητές να δώσουν τον όρκο, Πίνδ.).

Russian (Dvoretsky)

ἔξορκος: связанный торжественной клятвой, по друг. произносящий торжественную клятву (βοὰ κάρυκος Pind.).