ἠλιθιάζω

Revision as of 22:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A speak or act idly, foolishly, Ar.Eq.1124.

German (Pape)

[Seite 1161] thöricht, dumm handeln od. reden, Ggstz von φρονεῖν, Ar. Equ. 1120, Schol. ἀνοηταίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐθιάζω: ὁμιλῶ ἢ φέρομαι ἀνοήτως, μωρῶς, ἀνοηταίνω, μωραίνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1124.

French (Bailly abrégé)

faire ou dire des sottises.
Étymologie: ἠλίθιος.

Greek Monolingual

ἠλιθιάζω (Α) ηλίθιος
μιλώ ή φέρομαι ηλίθια, ανοηταίνω.

Greek Monotonic

ἠλῐθῐάζω: μιλώ ή ενεργώ με ανόητο ή άμυαλο τρόπο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐθιάζω: говорить или делать глупости, быть глупцом Arph.

Middle Liddell

ἠλῐθιάζω,
to speak or act idly, foolishly, Ar. [from ἠλίθιος