ἠλεκτροφαής

Revision as of 22:55, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A amber-gleaming, αὐγαί, of the tears of the Phaethontiades, E.Hipp. 741 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1160] ές, wie Elektron glänzend, αὐγαί Eur. Hipp. 741.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a l’éclat ou la pureté de l’ambre.
Étymologie: ἤλεκτρον, φάος.

Greek Monolingual

ἠλεκτροφαής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει όπως το ήλεκτρο («τὰς ἠλεκτροφαεῑς αὐγάς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλεκτρο- + -φαης (< φάος, το), πρβλ. ημι-φαής, παμ-φαής].

Greek Monotonic

ἠλεκτροφαής: -ές (φάος), αυτός που λάμπει σαν κεχριμπάρι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἠλεκτροφᾰής: блистающий как янтарь (δακρύων αὐγαί Eur.).

Middle Liddell

ἠλεκτρο-φαής, ές φάος
amber-gleaming, Eur.