ἰκτεριώδης

Revision as of 23:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ες,= ἰκτερικός, Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερ-όεις, εσσα, εν   A, χλόος Nic.Al. 475.

Greek Monolingual

ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελ-ώδης, ογκ-ώδης)].