ὀλιγοδρανία

Revision as of 00:07, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A weakness, feebleness, A.Pr.548 (anap.).

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, Unvermögen, Ohnmacht, ἄκικυς, Aesch. Pers. 547.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, ἀσθένεια, ἀδυναμία, Αἰσχύλ. Πρ. 548.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
faiblesse, épuisement.
Étymologie: ὀλίγος, δράω.

Greek Monolingual

ὀλιγοδρανία, ἡ (Α) ολιγοδρανής
η ιδιότητα του ολιγοδρανούς, αδυναμία, ασθενικότητα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ, αδυναμία, εξασθένηση, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοδρᾰνία: ἡ бессилие, немощь: ὀ. ἄκικυς Aesch. полное бессилие.

Middle Liddell

ὀλῐγοδρᾰνία, ἡ,
weakness, feebleness, Aesch.