ἄκικυς
English (LSJ)
υος, ὁ, ἡ,
A powerless, feeble, Od.9.515, 21.131, Theoc.Ep. 11.
II weakening, νοῦσος Orph.L.22.—Ep. word, also in A. Pr.548 (lyr.), and Ion. Prose, cf. Hp.Morb.4.43 (in sense 1).
Spanish (DGE)
(ἄκῑκυς) -υ
1 de pers. débil, sin fuerza, Od.9.515, 21.131, Hp.Morb.4.43, Theoc.Ep.11.6, ὀλιγοδρανία A.Pr.549.
2 que debilita νοῦσος Orph.L.22.
German (Pape)
[Seite 73] υος, kraftlos, Hom. zweimal, Od. 9, 515 ἐὼν ὀλίγος τε καὶ οὐτιδανὸς καὶ ἄκικυς, v.l. ἀεικής Scholl.; 21, 131 καὶ ἔπειτα κακός τ' ἔσομαι καὶ ἄκικυς; – ὀλιγοδρανία Aesch. Prom. 547; sp. D.; = schwächend Orph. lith. 22. 140.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
sans force.
Étymologie: ἀ, κίκυς.
Russian (Dvoretsky)
ἄκῑκυς: υος adj. бессильный, немощный (ὀλίγος καὶ ἄ. Hom.): όλιγοδρανία ἄ. Aesch. беспомощность.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκῑκυς: -υος, ὁ, ἡ, ἀδύνατος, ἄνευ σθένους, Ὀδ. Ι. 515., Φ. 131. II. ὁ ἐξασθενῶν τινα, νοῦσος, Ὀρφ. Λιθ. 22. ― Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Αἰσχύλ. Πρ. 548 (λυρ.), καὶ ἐν τῇ πεζῇ Ἰάδι τοῦ Ἱπποκρ. 504. 5.
Greek Monolingual
ἄκικυς (-υος), ο, η (Α) κῖκυς
αδύνατος, εξασθενημένος.
Greek Monotonic
ἄκῑκυς: -υος, ὁ, ἡ, ανίσχυρος, ασθενής, αδύναμος, σε Ομήρ. Οδ.