ὑπερεχθαίρω

Revision as of 08:27, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A hate exceedingly, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑ. S.Ant.128 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1195] übermäßig, sehr hassen, τινά, Soph. Ant. 129.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερεχθαίρω: ἐχθαίρω, μισῶ ὑπερβαλλόντως, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128.

French (Bailly abrégé)

haïr avec passion.
Étymologie: ὑπέρ, ἐχθαίρω.

Greek Monolingual

Α
μισώ πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐχθαίρω «εχθρεύομαι, μισώ»].

Russian (Dvoretsky)

ὑπερεχθαίρω: глубоко ненавидеть (τι Soph.).

Middle Liddell

to hate exceedingly, Soph.