ὑποξέω

Revision as of 09:05, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A scrape underneath, τὰς ὁπλάς Hippiatr.104; ὑποξέοντες . . τῷ σμιλίῳ Aët.7.95.    2 wipe underneath, στρέψαντες σπόγγῳ ὑποξέουσι τὸ βλέφαρον ib.11.

German (Pape)

[Seite 1227] (s. ξέω), unten oder ein wenig schaben, glätten, schnitzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω ὑποκάτω ἢ ὀλίγον, ὑποξέειν τὰς πεπονθυίας ὁπλὰς Ἱππιατρ. 254, 25.

Greek Monolingual

Μ
1. ξύνω, λειαίνω κάτι από κάτω ή λίγο
2. σφουγγίζω κάτι από κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].