ὑπόκλοπος
English (LSJ)
ον, A guileful, λόγος B.14.30.
German (Pape)
[Seite 1220] daruntergesteckt, verborgen, Bacchyl. 35 bei Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκλοπος: -ον, κεκρυμμένος, λαθραῖος, οὐ γὰρ ὑπόκλοπον φορεῖ βροτοῖσι φωνάεντα λόγον σοφία Βακχυλ. Ἀποστ. 26 (35) Blass.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. κρυμμένος, κρυφός
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)].