ὑπόκλοπος

Revision as of 09:06, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A guileful, λόγος B.14.30.

German (Pape)

[Seite 1220] daruntergesteckt, verborgen, Bacchyl. 35 bei Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκλοπος: -ον, κεκρυμμένος, λαθραῖος, οὐ γὰρ ὑπόκλοπον φορεῖ βροτοῖσι φωνάεντα λόγον σοφία Βακχυλ. Ἀποστ. 26 (35) Blass.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. κρυμμένος, κρυφός
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλοπός «κλέφτης» (< κλέπτω)].