guileful
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. ποικίλος. πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός, Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (acc. in Plato), παλιντριβής, μηχανορράφος. Fem. adj.: V. δολῶπις.