ὡρονομέω

Revision as of 09:30, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A to be in the ascendant, Man.1.58,339: c. acc., Κρόνος ὡρονομεῖ τετραπόδων γένεσιν AP11.383 (Pall.).

Greek (Liddell-Scott)

ὡρονομέω: κυβερνῶ τὴν ὥραν τῆς γεννήσεως, ἐπὶ πλανητῶν, Μανέθων 1. 58, 339· μετ’ αἰτιατ., γένεσιν ὡρονομεῖ Κρόνος Ἀνθολ. Παλατ. 11. 383.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tirer l’horoscope de qqn;
2 présider à la naissance de qqn.
Étymologie: ὡρονόμος.

Greek Monotonic

ὡρονομέω: μέλ. -ήσω, κυβερνώ την ώρα της γεννήσεως, λέγεται για τους πλανήτες, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὡρονομέω: астрол. (о небесных светилах) определять (γένεσίν τινος Anth.).

Middle Liddell

ὡρονομέω, fut. -ήσω
to rule the hour of birth, of planets, Anth.