γυναιμανία

Revision as of 15:20, 22 December 2020 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,    A madness for women, Chrysipp.Stoic.3.167.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, γυναικομανία, unsinnige Liebe zu Weibern, Chrysipp. bei Ath. XI, 464 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικομᾰνία: ἡ, μανία διὰ γυναῖκας, ἄκρατος ἔρως πρὸς τὰς γυναῖκας, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D.

Greek Monolingual

η (AM γυναικομανία) ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): γυναιο- Iul.Ar.259.15
locura por las mujeres γυναιμανίαις καὶ ἀρρένων φθοραῖς Eus.PE 7.2.6
en el sent. de desenfreno Iul.Ar.l.c.