γυναικομανία

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικομᾰνία Medium diacritics: γυναικομανία Low diacritics: γυναικομανία Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΑΝΙΑ
Transliteration A: gynaikomanía Transliteration B: gynaikomania Transliteration C: gynaikomania Beta Code: gunaikomani/a

English (LSJ)

ἡ, madness for women, obsession with women, gynecomania, satyriasis, satyrism, satyromania, (γυναικομανία, γυναιμανία, γυναιομανία) Chrysipp.Stoic.3.167.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
locura por las mujeres Chrysipp.Stoic.3.167, ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ (τοῦ γυπός) ... ἰᾶται καὶ γυναικομανίας Cyran.3.9.32, δοῦλος δ' ἀκολάστου γυναικομανίας Eus.LC 5, cf. Clem.Al.Strom.3.9.63, glos. a μαχλοσύνη An.Bachm.295.29, tít de una comedia de Amphis, Ath.642a.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, unsinnige Liebe zu Weibern, Chrysipp. bei Ath. XI, 464 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικομᾰνία: ἡ, μανία διὰ γυναῖκας, ἄκρατος ἔρως πρὸς τὰς γυναῖκας, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 464D.

Greek Monolingual

η (AM γυναικομανία) ασυγκράτητη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις.