καβαθα

Revision as of 15:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

English (LSJ)

(accent dub.), ἡ, prob.= Lat.    A gabata, dish, Edict.Diocl. 15.51: also as neut. pl., καβαθα β UPZ149.40 (iii B.C.); [γ]αβαθα τρία Cumont Fouilles de Doura-EuroposP.372 No.13; cf. γαβαθόν, ζάβατος ΙΙ.

Greek Monolingual

καβαθα, ἡ, αμφίβ. τονισμού, και ουδ. πληθ. καβάθα, τὰ (Α)
(αμφβλ. τονισμού) πήλινο πιάτο, γαβάθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαβαθόν. Για ετυμολ. βλ. λ. γαβάθα].

Frisk Etymological English

Etymology: s. γάβαθον

Frisk Etymology German

καβαθα: {kabatha}
Meaning: N. eines Gefäßes
Etymology : s. γάβαθον; Anlaut wie in κάβος, vgl. s. v.
Page 1,749