σηλαγγεύς

Revision as of 15:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">11</span>" to "''ΙΙ''")

English (LSJ)

έως, ὁ,    A gold refiner, Agatharch.27,28; cf. σάλαγξ and σῆραγξ ΙΙ.

Greek (Liddell-Scott)

σηλαγγεύς: ὁ, χρυσωρύχος, ἐκμεταλλευόμενος χρυσόν, Ἀγαθαρχ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. § 27, 28.

Greek Monolingual

ὁ, Α
χρυσωρύχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σηλαγγεύς < σᾰλαγξ «μεταλλικό σκεύος» (< σάλος), ενώ το -η- του τ. κατ' επίδραση του σῆραγξ «σανίδωμα που χρησιμοποιούσαν οι χρυσωρύχοι» (βλ. λ. σήραγγα)].

Frisk Etymological English

-έως
Grammatical information: m.
Meaning: gold refiner, gold washer (Agatharch.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: For *σαλαγγεύς (from σάλαγξ; s. σάλος), with -η- after σῆραγξ (s. v.)?

Frisk Etymology German

σηλαγγεύς: -έως
{sēlaggeús}
Grammar: m.
Meaning: Goldreiniger, Goldwäscher (Agatharch.).
Etymology : Für *σαλαγγεύς (von σάλαγξ; s. σάλος) mit -η- nach σῆραγξ (s. d.).
Page 2,695