αὐγασμός

Revision as of 19:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ὁ, A radiance, flashing, ἡλίου Placit.3.5.10.

Greek (Liddell-Scott)

αὐγασμός: ὁ, ἀκτινοβολία, λάμψις, λαμπρότης, στιλπνότης, Πλούτ. 2. 894Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éclat, lumière.
Étymologie: αὐγάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
brillo, resplandor ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου Placit.3.5.10 (= Anaximen.A 18)
fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.Catech.6.29.

Greek Monolingual

αὐγασμός, ο (Α)
λαμπρότητα, στιλπνότητα.

Russian (Dvoretsky)

αὐγασμός: ὁ сияние, блеск Plut.