ὁ, A jesting, LXX Je.31 (48).27.
[Seite 479] ὁ, das Spaßmachen, LXX.
γελοιασμός: ὁ, ἀστεϊσμός, σκῶμμα, Ἑβδ. (Ἱερ. 31 (48). 27).
-οῦ, ὁbroma, burla εἰ μὴ εἰς γελοιασμὸν ἦν σοι Ισραηλ LXX Ie.31.27.
ο (AM γελοιασμός) γελοιάζωαστεϊσμός, χωρατό.