γαμοδαίσια
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 473] ων, τά, sc. ἱερά, Hochzeitsfeier, -schmaus, θύειν Ael. H. A. 12, 34; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γαμοδαίσια: (ἐνν. ἱερά), τά, τελετὴ καὶ συμπόσιον τοῦ γάμου, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 12. 34.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
cérémonie nuptiale.
Étymologie: γάμος, δαίω.
Spanish (DGE)
-ων, τά sc. ἱερά ritos nupciales Ael.NA 12.34.
Greek Monolingual
γαμοδαίσια, τα (AM)
η τελετή και το επίσημο τραπέζι του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + δαίσια, ουδ. πληθ. του επιθ. δαίσιος < δαίομαι «μοιράζω»].