γαμοδαίσια

Revision as of 20:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

(sc. ἱερά), τά, A wedding, A<*>l.NA12.34.

German (Pape)

[Seite 473] ων, τά, sc. ἱερά, Hochzeitsfeier, -schmaus, θύειν Ael. H. A. 12, 34; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γαμοδαίσια: (ἐνν. ἱερά), τά, τελετὴ καὶ συμπόσιον τοῦ γάμου, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 12. 34.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
s.e. ἱερά;
cérémonie nuptiale.
Étymologie: γάμος, δαίω.

Spanish (DGE)

-ων, τά sc. ἱερά ritos nupciales Ael.NA 12.34.

Greek Monolingual

γαμοδαίσια, τα (AM)
η τελετή και το επίσημο τραπέζι του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάμος + δαίσια, ουδ. πληθ. του επιθ. δαίσιος < δαίομαι «μοιράζω»].