γαλερός

Revision as of 20:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ά, όν, A = γαληνός, cheerful, Hsch., AB229. Adv. -ρῶς cj. in AP12.50 (Asclep.).

German (Pape)

[Seite 471] heiter, vergnügt, VLL. – Adv., πίνειν Asclpds. 9 (XII, 50).

Greek (Liddell-Scott)

γαλερός: -ά, -όν, εὔθυμος, Α. Β. 229.―Ἐπίρρ. –ρῶς Ἀνθ. Π. 12. 50.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
serein.
Étymologie: DELG même groupe que γελάω.

Spanish (DGE)

-όν

• Alolema(s): γαλη- Hsch.
apacible Paus.Gr.γ 2, Hsch., AB 229.31.

Greek Monolingual

γαλερός, -ά, -όν (Α)
εύθυμος, ιλαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη- (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) -ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. στυγ-ερός, κρατ-ερός κ.λπ.)].

Greek Monotonic

γᾰλερός: -ά, -όν (γαίω), εύθυμος, ευδιάθετος, κεφάτος· επίρρ. -ρῶς, σε Ανθ.

Middle Liddell

γαίω?]
cheerful: adv. -ρῶς, Anth.