ευδιάθετος

From LSJ

τὸν ἀφ' ἱερᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάθετος, -ον)
αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος
νεοελλ.
ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον
η καλή διάθεση, η προθυμία
αρχ.
1. ο τακτοποιημένος καλά
2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός που μπορεί να διατεθεί εύκολα.
επίρρ...
ευδιάθετα (ΑΜ εὐδιαθέτως)
με καλή ψυχική διάθεση
μσν.-αρχ.
τακτοποιημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διά-θετος (< διατίθημι), πρβλ. αδιάθετος, δυσδιάθετος].