γηΐτης

Revision as of 20:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A husbandman, S.Tr.32 (in contr. form γῄτης).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
par contr. γῄτης;
cultivateur.
Étymologie: γῆ.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Alolema(s): dór. γαΐτης Hdn.Gr.2.485, Hsch.; contr. γῄτης S.Tr.32
1 labrador, campesino, pequeño propietario S.l.c., Hdn.Gr.l.c., Hsch.
2 autóctono St.Byz.s.u. γῆ.

Greek Monolingual

γηΐτης ο (Α) γη
γεωργός, αγρότης.

Greek Monotonic

γηΐτης: συνηρ. γῄτης, -ου, ὁ (γῆ), γεωργός, καλλιεργητής της γης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

γηΐτης: стяж. γῄτης, ου ὁ землепашец, пахарь Soph.