γειαρότης

Revision as of 20:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

ου, ὁ, A plougher of earth, AP9.23 (Antip.), APl.4.94 (Arch.), etc.; of oxen, Epigr.Gr.793 (Phrygia, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 478] ὁ, dasselbe, Anth. Th. 47 (IX, 23); Archi. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

γειᾰρότης: -ου, ὁ, ὁ ἀροτριῶν τὴν γῆν, Ἀνθ. Π. 9. 23, κτλ.· ἐπὶ βοῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 793· ὡσαύτως γειᾰροτήρ, Τζέτζ. π. Ὁμ. 202.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
laboureur.
Étymologie: γῆ, ἀρόω.

Spanish (DGE)

(γειᾰρότης) -ου, ὁ

• Alolema(s): -τας MAMA 4.140.1 (Frigia III d.C.)
labrador, AP 9.23 (Antip.Thess.?), ληινόμοι γειαρόται Νεμέης AP 16.94 (Arch.), cf. Orác. en SEG 39.1377bis.3 (Hierápolis II d.C.), MAMA l.c.

Greek Monolingual

γειαρότης, ο (Α)
αυτός που οργώνει τη γη, ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γει(ο)- < γη + αρότης (< αρώ) «αυτός που οργώνει»].

Greek Monotonic

γειᾰρότης: -ου, ὁ, αυτός που οργώνει τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γειᾰρότης: ου ὁ землепашец Arst.

Middle Liddell

a plougher of earth, Anth.