δέδια
English (LSJ)
poet. δείδια, A v. δείδω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
v. δείδω.
Spanish (DGE)
v. δείδω.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
δέδια: pf. к δείδω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέδια indic. perf. act. van*δίω.
Frisk Etymological English
δεδίσκομαι, δεδίττομαι See also: s. δείδω.
Frisk Etymology German
δέδια: δεδίσκομαι, δεδίττομαι usw.
{dédia}
See also: s. δείδω.
Page 1,354