δειπνητήριον

Revision as of 21:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

English (LSJ)

τό, A dining-room, Plu.Luc.41, Inscr. ap.PFay.p.33, J.BJ2.8.5.

German (Pape)

[Seite 540] τό, Speisesaal, Plut. Lucull. 41 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δειπνητήριον: τό, αἴθουσα τοῦ δείπνου, Πλούτ. Λουκούλ. 41, Συλλ. Ἐπιγρ. 5168, Ἰώσηπ. Ι. ΙΙ. 2, 8, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
salle à manger.
Étymologie: δειπνέω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
comedor, sala de banquetesde una mansión privada, Plu.Luc.41, de una asociación δ. πρεσβυτέρων γερδίων IFayoum 122.1 (II d.C.), cf. PLips.30.8 (III d.C.)
refectorio de un santuario, para uso de los peregrinos IFayoum 87.3 (I d.C.), Sch.Pi.O.10.57b, de la secta judía de los esenios, I.BI 2.130.

Greek Monolingual

δειπνητήριον, το (AM) δειπνητής
η αίθουσα του δείπνου.

Greek Monotonic

δειπνητήριον: τό (δειπνέω), αίθουσα του δείπνου, τραπεζαρία, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δειπνητήριον: τό столовая Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δειπνητήριον -ου, τό [δειπνέω] eetzaal.

Middle Liddell

δειπνέω
a dining-room, Plut.