άεργος

Revision as of 21:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν εργάζεται, συνήθως από τεμπελιά, αργόσχολος, φυγόπονος, τεμπέλης
2. (στη Φυσ.) που δεν μπορεί να παράγει έργο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άεργος, αντί άνεργος, < αρχ. τ. ἀεργος «άνεργος», με αναβιβασμό του τόνου στο προθεματικό στοιχείο της αρνήσεως].