-η, -ο (Α ἄμορφος, -ον)αυτός που δεν έχει ορισμένη μορφή, σχήμααρχ.1. αυτός που δεν έχει ωραία μορφή, δύσμορφος, άσχημος2. ταπεινωτικός, ατιμωτικός.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μορφή.ΠΑΡ. αμορφίααρχ.ἀμόρφωτος, ἀμορφύνω, ἀμορφῶ].