αγλαός

Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀγλαός, -ή, -όν και -ός, -όν (Α)
1. (για πράγματα) λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος
2. (για πρόσωπα) ωραίος, φημισμένος, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. < ἀγλαός, που συνδέεται με τα γαλήνη, ἀγάλλομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀγλαΐα
αρχ.-μσν.
ἀγλαΐζω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀγλαέθειρος, ἀγλαόγυιος, ἀγλαόδενδρος, ἀγλαόδωρος, ἀγλαόθρονος, ἀγλαόκαρπος, ἀγλαόκουρος, ἀγλαόκωμος, ἀγλαόμητις, ἀγλαοτρίαινα, ἀγλαόφωνος, ἀγλαώψ
μσν.
ἀγλαόκοιτος, ἀγλαόπυργος.