άτομος

Revision as of 22:18, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἄτομος, -ον (AM)
1. άρτιος, ανελλιπής
2. αυτός που δεν κόπηκε ή δεν είναι δυνατόν να κοπεί
αρχ.
1. άπειρα μικρός, απειροελάχιστος
2. (λογ.) αυτός που δεν υπόκειται σε περαιτέρω λογική διαίρεση
3. φρ. «ἐν ἀτόμῳ» — αμέσως, σε μια στιγμή
4. το θηλ. ως ουσ.ἄτομος
το άτομο
5. το ουδ. ως ουσ. βλ. άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + -τομος < τέμνω.