-ές (Μ αἱμοχαρής)αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. του χαίρω.