ακηδής

Revision as of 22:48, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀκηδής, -ές (Α)
1. άταφος
2. αφρόντιστος, παραμελημένος
3. αυτός που δεν φροντίζει, δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + -κηδὴς < κῆδος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκήδεια, ἀκηδία, ἀκηδῶ].