ακανθοστεφής

Revision as of 22:50, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές (Α ἀκανθοστεφής)
στεφανωμένος με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο στέφανο
αρχ.
(ψάρι) με αγκάθια στη ράχη του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκανθα + -στεφὴς < στέφος «στεφάνι, στέμμα»].