αισχρορρήμων
Greek Monolingual
(ονος), -ον (Α αἰσχρορρήμων)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω».
ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)].
(ονος), -ον (Α αἰσχρορρήμων)
ο αισχρολόγος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰσχρὸς + -ρήμων < εἴρω «λέγω, δηλώνω».
ΠΑΡ. αἰσχρορρημονῶ, αἰσχρορρημοσύνη)].