αλληστρατίζω

Revision as of 23:13, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αλλοστρατίζω
αλλάζω στράτα, ακολουθώ άλλο δρόμο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. αλληστρατίζω < φρ. άλλη στράτα. Το αλλοστρατίζω < αλλο- + στράτα.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλληστράτισμα].