στράτα

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
στρωμένη οδός, δρόμος
νεοελλ.
1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα» — ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι)
2. μτφ. τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.)
3. στρατούλα, περπατούρα
4. φρ. α) «κάνω στράτα ή στράτες»
(για νήπιο) κάνω τα πρώτα μου βήματα
β) «κακή στράτα»
(με μτφ. σημ.) δρόμος έξω από τους κανόνες της ηθικής
γ) «στράτα-στράτα» και «στράτα στρατούλα» — ενθαρρυντική φράση για νήπια που κάνουν τα πρώτα τους βήματα
μσν.
φρ. «κατὰ στράταν» — κατά τη διάρκεια του ταξιδιού πάπ.
αρχ.
φρ. α) «κατὰ στράταν» — καθ' οδόν πάπ.
β) «διὰ στράτας» — ανυπερθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. strata (via) «λιθόστρωτος δρόμος», θηλ. της μτχ. stratus, -a, -um του sterno «στρώνω»].