αλλοίωση

Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀλλοίωσις)
η μεταβολή, η μετατροπή, η διαφοροποίηση
νεοελλ.
1. νοθεία, παραποίηση
2. (για τρόφιμα, φάρμακα κ.λπ.) αποσύνθεση
αρχ.
1. ανομοιότητα, διαφορά
2. σύγχυση φρενών, παραφροσύνη
3. (Γραμμ.) ασύντακτο σχήμα, το λεγόμενο ανακόλουθο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλλοιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοιώσιμος].