παραποίηση
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
Greek Monolingual
η / παραποίησις, -ήσεως, ΝΜΑ παραποιώ
παράνομη, δόλια απομίμηση, νόθευση (α. «παραποίηση γραμματοσήμων» β. «παραποίηση νομίσματος» — παραχάραξη νομίσματος)
νεοελλ.
διαστρέβλωση, αλλοίωση («παραποίηση της αλήθειας»)
μσν.-αρχ.
μικρή μεταβολή, ελαφρά αλλοίωση.