αμυγδαλόμαζα

Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
ζύμη από κοπανισμένα αμύγδαλα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αμύγδαλο + μάζα. Η λ. πρωτοεμφανίζεται περί το 1887 στην εφημερίδα Εστία].