αμφίκειμαι

Revision as of 23:30, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Greek Monolingual

ἀμφίκειμαι (Α) κεῑμαι
1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι
2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κεῖμαι.