διαλαμπής

Revision as of 00:23, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A white-hot, EM109.33.

Greek (Liddell-Scott)

διαλαμπής: -ές, λίαν λαμπρός, Γρηγ. Ναζιανζ. 2, 132C.

Spanish (DGE)

-ές
1 muy brillante τὸ ἐκκαυθὲν ξύλον Et.Gen.α 880.
2 de tejidos que deja pasar el brillo a través, e.d. entretejido con hilos brillantes o transparente πορφύρεα, χρύσεα, διαλαμπέα, σιγαλόεντα Gr.Naz.Mul.Orn.233, M.37.1543.

Greek Monolingual

διαλαμπής, -ές (Α) διαλάμπω
ολόλαμπρος.