δύσομβρος

Revision as of 01:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ον<, A stormy: metaph., βέλη S.Ant.358 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δύσομβρος: -ον, τρικυμιώδης, θυελλώδης, ῥαγδαῖος, Σοφ. Ἀντ. 358.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tombe comme une pluie violente.
Étymologie: δυσ-, ὄμβρος.

Spanish (DGE)

-ον de lluvia inclemente fig. βέλη S.Ant.358.

Greek Monolingual

δύσομβρος, -ον (Α)
τρικυμιώδης, θυελλώδης.

Greek Monotonic

δύσομβρος: -ον, θυελλώδης, τρικυμιώδης, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δύσομβρος: подобный разрушительному ливню, бурный: δύσομβρα βέλα Soph. сильные ливни.

Middle Liddell

δύσ-ομβρος, ον
stormy, wintry, Soph.