εὐχυμία

Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A = εὐχυλία, Hp.Loc.Hom.10 (dub. l.), Thphr.CP6.11.4. II Medic., healthy state of the humours, Gal.11.491, al. 2 of food, faculty of producing such a state, Id.6 749.

German (Pape)

[Seite 1110] ἡ, = εὐχυλία, guter Geschmack, Hippocr., Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχῡμία: ἡ, = εὐχυλία, Ἱππ. 412. 19, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 11. 4.

Greek Monolingual

η (Α εὐχυμία) εύχυμος
αφθονία εύγευστου χυμού, γευστικότητα, καλή γεύση, νοστιμάδα
αρχ.
1. ιατρ. η καλή κατάσταση τών χυμών του σώματος
2. (για τροφές) η ικανότητα της δημιουργίας καλής χημικής καταστάσεως.

Russian (Dvoretsky)

εὐχῡμία: ἡ сочность (sc. τοῦ ξύλου Plut.).