εὔρινος
English (LSJ)
(A), Ep. ἐΰρρῑνος, ον, (ῥίς) A = εὔρις, Babr.43.8, Opp.C.2.456, Ael.NA2.15, Heph.Astr.1.1 (admitted by EM765.53, Suid., in S.Aj. 8): Sup. in Hsch.
εὔρῑνος (B), Ep. ἐΰρρῑνος, ον, A of good leather, A.R.3.1299, AP14.55.9.
German (Pape)
[Seite 1093] (ῥινός), von gutem Leder, ep. ἐΰῤῥινοι φῦσαι Ap. Rh. 3, 1299. (ῥίς), mit guter Nase, gut spürend, κυνὸς βάσις Soph. Ai. 8; κύων Ael. H. A. 2, 15.
Greek (Liddell-Scott)
εὔρῑνος: Ἐπικ. ἐΰρρινος, ον, (ῥίς) = εὔρις. Βαβρ. 43. 8, Ὀππ. Κυν. 2. 456, Αἰλ. π. Ζ. 2. 15.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
c. εὔρις.
Greek Monolingual
εὔρινος και επικ. ἐΰρρινος, -ον (Α)
1. ο εύρις
2. αυτός που έχει ωραίο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρινός «δέρμα»].
Greek Monotonic
εὔρῑνος: Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον (ῥινός), φτιαγμένος από καλό δέρμα, σε Ανθ.
• εὔρῑνος: Επικ. ἐΰρ-ρ-, -ον (ῥίς), = εὔρις, σε Βάβρ. κ.λπ.