ζυγοστάτης

Revision as of 09:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ου, Dor. -ᾱς, ὁ, A public weigher, Cod.Just.10.73.2 (iv A.D.), Artem.2.37: metaph., ὀρθὸς ὢν ζ., of Zeus, Cerc.4.33.

German (Pape)

[Seite 1141] ὁ, der Abwägende, Artemid. 2, 37 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ζῠγοστάτης: ᾰ, ου, ὁ, (ἵστημι) ζυγιστής, δημόσιος ὑπάλληλος ἐπιβλέπων τὰ σταθμά, Ἀρτεμίδ. 2. 37, Βασιλικ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
préposé aux poids et balances.
Étymologie: ζυγόν, ἵστημι.

Greek Monolingual

ο (AM ζυγοστάτης, Α δωρ. ζυγοστάτας)
ο ζυγιστής, ο αρμόδιος για το ζύγισμα υπάλληλος
αρχ.
μτφ. (για τον Δία) κριτής, δικαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + -στατης (< ίστημι), πρβλ. επι-στάτης, παρα-στάτης].

Greek Monotonic

ζῠγοστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἵστημι), δημόσιος αξιωματούχος που επέβλεπε τα σταθμά, ζυγιστής.

Russian (Dvoretsky)

ζῠγοστάτης: ου (ᾰ) ὁ наблюдающий за весами, весовщик Sext.

Middle Liddell

ζῠγο-στά˘της, ου, ἵστημι
a public officer, who looked to the weights.