θαλασσίδιος

Revision as of 09:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A = θαλάσσιος, χῶροι Hdt.4.199.

German (Pape)

[Seite 1182] p. = θαλάσσιος, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. θαλάσσιος.

Greek Monolingual

θαλασσίδιος, -ία, -ον (AM)
το ουδ. ως ουσ. εκκλ. το θαλασσίδιον
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης βαμμένο με χρώματα πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. μοιρ-ίδιος, προικ-ίδιος)].

Russian (Dvoretsky)

θᾰλασσίδιος: Her. = θαλάσσιος.