θελξιμελής
English (LSJ)
ές, A charming with music, [[[φόρμιγξ]]] IG3.400.
German (Pape)
[Seite 1193] ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θελξιμελής: -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.
Greek Monolingual
θελξιμελής, -ές (Α)
αυτός που θέλγει με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμ-μελής, παμ-μελής].