ὁ, A trotting, ὁ ἐν ἀναβολῇ κ. Philum. ap. Orib.45.29.36.
ο (Α καλπασμός) καλπάζωο ταχύτερος από τους βηματισμούς του αλόγου που εκτελείται σε τρεις χρόνους και ακολουθείται από έναν μικρό χρόνο αιωρήσεως, γκαλόπ, τριποδισμός, τριπόδι.